ακροστέκομαι

ακροστέκομαι
-άθηκα, σταματώ λίγο: Ν' ακροσταθείς καμπόσο, να ξεκουράσεις το κορμί (Ερωτόκριτος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακροστέκομαι — στέκομαι, σταματώ λίγο, κοντοστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + στέκομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”